ὑποσακίζω

ὑποσακίζω
ὑποσᾰκίζω,
A strain or filter away (cf. σακεύω), Hsch.:—metaph. in [voice] Pass.,

ὑποσακίζεται τὰ χρήματα Com.Adesp.645

.
II trot,

ὑ. τῆς ὁδοῦ

go briskly forward,

Ael.Dion.Fr.296

(corrupted to ὑποσκιάζειν in EM783.26).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υποσακίζω — και ὑποσακκίζω ΜΑ φρ. «ὑποσακίζω τῆς ὁδοῡ» α) προχωρώ βιαστικά και ζωηρά β) (για άλογο) καλπάζω αρχ. 1. στραγγίζω με την βοήθεια σάκου («ὑποσακκίζειν ὑπηθεῑν τῷ σάκκῳ», Ησύχ.) 2. παθ. ὑποσακίζομαι και ὑποσακκίζομαι μτφ. καταναλώνομαι, ξοδεύομαι.… …   Dictionary of Greek

  • ὑποσακιζόμενοι — ὑποσακίζω strain pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποσακίζειν — ὑποσακίζω strain pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποσακίζεται — ὑποσακίζω strain pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποσακισμός — και παλ. τ. υποσακκισμός, ο, Ν είδος καλπασμού τού αλόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὑποσακίζω / ὑποσακκίζω «προχωρώ ζωηρά και βιαστικά, καλπάζω». Ο τ. ὑποσακκισμός μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”